μέδουσα

μέδουσα
Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση). Οι μ. προέρχονται από εκβλαστήσεις (υδρόζωα) ή πολλαπλή διαίρεση (σκυφόζωα) αποικιών πολυπόδων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την εδραία (ακίνητη) μορφή του οργανισμού, ή συνιστούν μορφές αποκλειστικά μεδουσοειδών κνιδοζώων, όπως συμβαίνει με μερικά σκυφόζωα. Τόσο οι υδρομέδουσες όσο και οι σκυφομέδουσες έχουν ημιδιαφανές, κωδωνοειδές σώμα (σκιάδιο), του οποίου οι παρυφές φέρουν κεραίες και αισθητήρια όργανα· οι συσπάσεις του σκιαδίου, εκτός του ότι ρυθμίζουν την ανανέωση του νερού στη γαστραγγειακή κοιλότητα, προκαλούν την κίνηση του ζώου, η οποία διευκολύνεται από το γεγονός ότι η μ. έχει πυκνότητα σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού· πράγματι, το σώμα της αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από μια ημιδιαφανή ζελατινώδη ουσία, τη μεσογλοία, η οποία αποτελείται κατά 95% από νερό. Στο κέντρο του κάτω μέρους του σκιαδίου προβάλλει ένα σωληνοειδές στέλεχος, στην άκρη του οποίου βρίσκεται το στόμα, περιβαλλόμενο από κροσσωτά χείλη· η λεία, η οποία υφίσταται παράλυση από κύτταρα που προκαλούν κνησμό (κνιδοκύτταρα) και βρίσκονται συγκεντρωμένα στα χείλη και στις κεραίες της, εισάγεται στη γαστρική κοιλότητα, η οποία περιλαμβάνει ακτινωτά σωληνάρια, που καταλήγουν σ’ έναν κυκλικό σωλήνα κατά μήκος των κρασπέδων του σκιαδίου. Οι μ. των υδροζώων είναι μικρές (γενικά έχουν διάμετρο μικρότερη των 5 εκ.) και ορισμένες από αυτές είναι προικισμένες με συσταλτό κράσπεδο, που λέγεται ιστίο, ή με κράσπεδο που περιβάλλει την υποσκιάδιο κοιλότητα. Αντίθετα, οι σκυφομέδουσες δεν έχουν κράσπεδο· γενικά, η διάμετρος τους φθάνει τα 20-30 εκ., μερικές φορές όμως μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο. Οι μ. αυτές παρουσιάζουν πιο σύνθετη γαστραγγειακή κοιλότητα. Τα αισθητήρια όργανά τους, που καλούνται ροπάλια, εναλλάσσονται με κεραίες και περιλαμβάνουν στατοκύστεις και, συχνά, ένα οφθαλμίδιο. Βλ. λ. κνιδόζωα.
* * *
η
ζωολ. εναλλακτική φάση τού κύκλου ζωής τών κνιδοζώων, τα άτομα τής οποίας είναι συνήθως ελεύθερα, μονήρη, κολυμβητικά και γονοφόρα, έχουν σχεδόν διάφανο σώμα —με περιεκτικότητα σε νερό από τις μεγαλύτερες στο ζωικό βασίλειο— που αποτελείται από ένα συσταλτό σκιάδιο σαν ομπρέλα, με νημάτια που κρέμονται στις παρυφές του, και από έναν στοματικό κώνο στο κοίλο κάτω μέρος τού σκιαδίου, σε σχήμα μίσχου, αντίστοιχο με το χερούλι τής ομπρέλας, και κολυμπούν με παλμικές κινήσεις τού σκιαδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. medusa (< Μέδουσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μέδουσα — Μεδούσα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …   Dictionary of Greek

  • Μέδουσα. — См. Медуза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μέδουσα — η (μυθ.), μια από τις τρεις Γοργόνες, με γυναικείο σώμα και φίδια στα μαλλιά, που σκότωσε ο Περσέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέδουσα — η ασπόνδυλο ζώο που ζει στη θάλασσα, η ακαλήφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέδουσα — μέδω protect pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεδούσας — Μεδούσᾱς , Μεδούσα fem acc pl Μεδούσᾱς , Μεδούσα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδούσας — μεδούσᾱς , μέδω protect pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μεδούσᾱς , μέδω protect pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεδούσης — Μεδούσα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεδούσῃ — Μεδούσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”